- κοιλόπεδος
- κοιλόπεδος1 lying in a hollow
Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κοιλόπεδον — κοιλόπεδος lying in a hollow masc/fem acc sg κοιλόπεδος lying in a hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)